- αιτιώνυμος
- αἰτιώνυμος, -ον (Μ)αυτός που πήρε το όνομά του από κάποιο σφάλμα του.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰτία + -ώνυμος < ὄνομα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰτιώνυμον — αἰτιώνυμος named from a fault masc/fem acc sg αἰτιώνυμος named from a fault neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek